Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η φτερούγα

  • 1 φτερούγα

    η крыло

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φτερούγα

  • 2 φτερούγα

    [фтэруга] ουσ. Θ. крыло

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φτερούγα

  • 3 φτερούγα

    [фтэруга] ουσ θ крыло.

    Эллино-русский словарь > φτερούγα

  • 4 φτερούγα

    aile

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > φτερούγα

  • 5 крыло

    крыло с 1) το φτερό, η φτερούγα, η πτέρυγα 2) полит. η παράταξη
    * * *
    с
    1) το φτερό, η φτερούγα, η πτέρυγα
    2) полит. η παράταξη

    Русско-греческий словарь > крыло

  • 6 крыло

    крыло
    с в разн. знач. τό φτερό[ν], ἡ πτέρυγα [-υξ], ἡ φτεροῦγα:
    \крыло автомобиля (самолета) τό φτερό τοῦ αὐτοκινήτου (τό ἀεροπλάνου)· \крыло ветряной мельницы τό φτερό ἀνεμομύλου· \крыло здания ἡ πτέρυγα οίκοδομής· махать крыльями φτερουγίζω· расправить крылья а) ἀνοίγω τά φτερά, б) перен ἀναπτερώνομαι· ◊ подрезать крылья кому́-л. κόβω τά φτερά κάποιου, τοῦ ψαλιδίζω τά φτερά.

    Русско-новогреческий словарь > крыло

  • 7 wing

    [wiŋ]
    1) (one of the arm-like limbs of a bird or bat, which it usually uses in flying, or one of the similar limbs of an insect: The eagle spread his wings and flew away; The bird cannot fly as it has an injured wing; These butterflies have red and brown wings.) φτερούγα, φτερό
    2) (a similar structure jutting out from the side of an aeroplane: the wings of a jet.) φτερό (αεροπλάνου κλπ)
    3) (a section built out to the side of a (usually large) house: the west wing of the hospital.) πτέρυγα
    4) (any of the corner sections of a motor vehicle: The rear left wing of the car was damaged.) φτερό αυτοκινήτου
    5) (a section of a political party or of politics in general: the Left/Right wing.) πτέρυγα
    6) (one side of a football etc field: He made a great run down the left wing.) πλευρά
    7) (in rugby and hockey, a player who plays mainly down one side of the field.) ακραίος κυνηγός (χόκεϋ, ράγκμπι)
    8) (in the air force, a group of three squadrons of aircraft.) πτέρυγα τριών μοιρών
    - - winged
    - winger
    - wingless
    - wings
    - wing commander
    - wingspan
    - on the wing
    - take under one's wing

    English-Greek dictionary > wing

  • 8 крыло

    -ά, πλθ. крылья
    -ьев κ. παλ. -έ, крыл, крылом ουδ.
    1. φτερό, πτερό, φτερούγα, πτέρυγα•

    орёл распустил свои крылья ο αετός άνοιξε τις φτερούγες του•

    крылья бабочки τα φτερά της πεταλούδας•

    махать крыльями χτυπώ τα φτερά, φτερουγίζω•

    крыло автомобиля το φτερό αυτοκινήτου (προφυλακτήρας από τη λάσπη)•

    крыло самолёта η πτέρυγα του αεροπλάνου.

    2. πτερύγιο έλικα, ανεμόμυλου.
    3. πλευρά αλιευτικού διχτιού.
    4. πτέρυγα στρατ. τμήματος (σε διάταξη μάχης).
    5. πτέρυγα οικοδομής.
    6. πτέρυγα (κόμματος, οργάνωσης κ.τ.τ.)• левое крыло буржуазных партий η αριστερή πτέρυγα των αστικών κομμάτων.
    εκφρ.
    - лья носа – τα πτερύγια της μύτης•
    опустить -лья – παρακμάζω, κόβονται τα φτερά μου•
    подрезать (обрезать, подсечь) -лья кому – κόβω τη φόρα κάποιου, κόβω το βήχα (στερώ των δυνατοτήτων, της δραστηριότητας)•
    расправить -лья – απλώνω τα φτερά αναπτύσσω όλη τη δραστηριότητα.

    Большой русско-греческий словарь > крыло

  • 9 соколий

    -ья, -ье
    επ.
    1. του γερακιού•

    -ье крыло φτερούγα γερακιού.

    || παλ. με τη βοήθεια του γερακιού•

    -ья охота κυνήγι με γεράκι.

    2. γερακάτος, γερακοειδής.

    Большой русско-греческий словарь > соколий

  • 10 kanat

    φτερό, φτερούγα, πτέρυγα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kanat

  • 11 aile

    1) πτέρυγα
    2) πτερύγιο
    3) φτερό
    4) φτερούγα

    Dictionnaire Français-Grec > aile

См. также в других словарях:

  • φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… …   Dictionary of Greek

  • φτερούγα — η 1. καθένα από τα ευκίνητα μέλη του σώματος των πουλιών και των εντόμων, που χρησιμεύουν για το πέταγμά τους, το φτερό: Τις στέγες που χιονίζουνε περιστεριών φτερούγες (Λ. Πορφύρας). 2. καθετί που μοιάζει με φτερούγα (είτε στο σχήμα είτε στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • ελάτη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.200 μ., 82 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βυτίνας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 151 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τετραφυλίας. 3. Ορεινός… …   Dictionary of Greek

  • ελάτης — ο (AM ἐλάτης) νεοελλ. στρατιώτης τού πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο τού ζεύγους ελάσεως μσν. 1. (για πουλί) φτερούγα 2. κλαδί δέντρου αρχ. 1. ελατήρ 2. ως επίθετο τού Ποσειδώνος στην Αθήνα …   Dictionary of Greek

  • καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… …   Dictionary of Greek

  • κλαπατάρι — το φτερούγα κατοικίδιου πτηνού («δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια», Κρυστ.) …   Dictionary of Greek

  • ξαφτέρουγα — τα εκκλησιαστικό σκεύος, τα εξαπτέρυγα, απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται κατά τις θρησκευτικές τελετές πάνω σε κοντάρια, τα ιερά λάβαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑξαπτέρυγα, με σίγηση τού αρκτ.… …   Dictionary of Greek

  • πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ …   Dictionary of Greek

  • πτίλο — το / πτίλον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψίλον Α το πούπουλο (α. «πτίλα πτερά απαλά», Ησύχ. β. «πτίλον κύκνειον», Σοφ.) αρχ. 1. το χνούδι, τα πρώτα γένια στο πρόσωπο νεαρού ατόμου 2. τα φτερά τού λοφίου τής περικεφαλαίας 3. η φτερούγα τών εντόμων 4. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • πτερυγώδης — ῶδες, Α [πτέρυξ, υγος] 1. αυτός που μοιάζει με φτερούγα («ὦτα πτερυγώδη» τα αφτιά τού ελέφαντα, Αρετ. Χρον. Παθ.) 2. ισχνός άνθρωπος τού οποίου οι ωμοπλάτες εξέχουν σαν φτερούγες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»